- τετραετηρίδα
- τετραετηρίςa quadrennial festivalfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραετηρίδα — η / τετραετηρίς, ίδος, ΝΑ, και βοιωτ. τ. πετροετηρίς, ίδος, Α [τετραέτηρος] χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, τετραετία νεοελλ. συμπλήρωση τεσσάρων ετών από αξιόλογο γεγονός, τέταρτη επέτειος αρχ. εορτή που τελείται κάθε τέταρτο έτος … Dictionary of Greek
τετραετηρικός — ή, ό / τετραετηρικός, ή, όν, ΝΜΑ [τετραετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τετραετηρίδα ή αυτός που συμβαίνει κάθε τέταρτο έτος μσν. αυτός που διαρκεί μια τετραετία («τετραετηρικὸς χρόνος» η τετραετία, Γεώργ. Σύγκ.) … Dictionary of Greek